σχολαστήριον

σχολαστήριον
τὸ, Α
τόπος όπου περνάει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. σπουδασ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχολαστήριον — place for passing leisurein neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστηρίων — σχολαστήριον place for passing leisurein neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”